- παγοκάλυμμα
- τοο ηπειρωτικός παγετώνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκανδιναβικός — ή, ό, Ν [Σκανδιναβός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σκανδιναβούς ή στη Σκανδιναβία ή αυτός που προέρχεται από τη Σκανδιναβία («Σκανδιναβική Χερσόνησος») 2. φρ. α) «σκανδιναβικές γλώσσες» γλωσσ. γλώσσες τού βορειογερμανικού κλάδου, στις… … Dictionary of Greek